- ψιλογραφώ
- ψιλογραφῶ, -έω, ΝΜνεοελλ.γράφω με πολύ λεπτά και μικρά γράμματαμσν.γράφω με απλό φωνήεν και όχι με δίφθογγο («ταῡτα μὲν πάντα δίφθογγον ἔχειν γραφήν μοι νόει... εἰς α δὲ κλινόμενα πάπα μοι ψιλογράφει», Τζέτζ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ψιλός + -γραφῶ (< -γράφος*), πρβλ. ορθο-γραφώ].
Dictionary of Greek. 2013.